επαγρυπνώ — επαγρυπνώ, επαγρύπνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαγρυπνώ — επαγρύπνησα, μτβ., αγρυπνώ πάνω σε κάτι, το επιτηρώ (το φρουρώ) άγρυπνα, το παρακολουθώ με πολλή προσοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγρυπνῶ — ἐπαγρυπνέω keep awake and think over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαγρυπνέω keep awake and think over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπαγρυπνέω keep awake and think over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαγρυπνέω keep… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνῳ — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek
αντιφυλάσσω — ἀντιφυλάσσω κ. ττω (Α) επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί … Dictionary of Greek
διαφρυκτωρώ — διαφρυκτωρῶ ( έω) (Μ) 1. φυλάττω ως φρυκτωρός* 2. επαγρυπνώ … Dictionary of Greek
εναγρυπνώ — ἐναγρυπνῶ ( έω) (AM) (με δοτ.) επαγρυπνώ για κάτι … Dictionary of Greek
επαγρύπνηση — η (AM ἐπαγρύπνησις) [επαγρυπνώ] άγρυπνη προσοχή σε κάτι, επιτήρηση, φύλαξη, συνεχής φροντίδα για κάτι αρχ. αγρυπνία … Dictionary of Greek
εποπτεύω — (AM ἐποπτεύω) [επόπτης] 1. επιβλέπω, επιτηρώ (α. «εποπτεύει τα λιμενικά έργα» β. «ἄλλοτε ἄλλον ἐποπτεύει χάρις... φόρμιγγι», Πίνδ.) 2. (για νόμους κ.λπ.) επαγρυπνώ για την τήρησή τους («τῶν περὶ νόμους ἐποπτευόντων», Πλάτ.) αρχ. 1. παίρνω την… … Dictionary of Greek